λεμονάδα

λεμονάδα
η
(λ. βενετ.), είδος αναψυκτικού που αποτελείται από χυμό λεμονιού, ζάχαρη και νερό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λεμονάδα — η 1. αναψυκτικό ποτό που παρασκευάζεται από χυμό λεμονιού, νερό και ζάχαρη 2. υγρό σκεύασμα που περιέχει ουσία με υπόξινη γεύση και γλυκαντικό, είναι αεριούχο ή όχι και χρησιμοποιείται ως αναψυκτικό, ως αντισηπτικό, ως διουρητικό και ως έκδοχο… …   Dictionary of Greek

  • Lemonade Mouth — Título Lemonade Mouth Ficha técnica Dirección Patricia Riggen Producción Matias Alvarez Debra Martin Chase …   Wikipedia Español

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • λεμονιά — Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Citrus limon, της οικογένειας των ρουτιδών, της φυλής των κιτρίων. Πρόκειται για ένα μικρό, ύψους 3 έως 6 μ., δικοτυλήδονο, αειθαλές δέντρο, γνωστό για τους ωοειδείς κίτρινους καρπούς του, τα λεμόνια. Έχει κορμό… …   Dictionary of Greek

  • λεμόνι — και λεϊμόνι, το (Μ λεμόνιον) 1. ο ωοειδής κίτρινος καρπός τής λεμονιάς 2. ο χυμός τού λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. λεμόνιον < ιταλ. limone < περσ. lĩmun. Ο τ. λεϊμόνι με ανάπτυξη ι , πιθ. με επίδραση τού αραβ. laymūn. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • limonadă — LIMONÁDĂ, limonade, s.f. Băutură răcoritoare făcută din zeamă de lămâie (sau de un înlocuitor al ei), apă şi zahăr; citronadă. ♦ p. gener. Băutură răcoritoare gazoasă preparată cu sirop de fructe. [var.: (pop.) limonátă s.f.] – Din fr. limonade,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”